Του J. D. Salinger /Εκδόσεις Πατάκη
Η φοιτήτρια Φράνι και ο ανερχόμενος ηθοποιός Ζούι είναι τα δύο μικρότερα αδέλφια της πολύπαθης οικογένειας Γκλας που απασχόλησε ολόκληρο το έργο του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ μετά τον «Φύλακα στη σίκαλη». Οι δύο αυτές νουβέλες, που γράφτηκαν στα τέλη του ’50 και κινούνται στο κλίμα του ζεν που απασχολούσε τον Σάλιντζερ, αντικατοπτρίζουν μια γενιά που αποζητά τη λύτρωση ενώ κολυμπά στο τέλμα της πιο βαθιάς ματαίωσης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1965, ο 46χρονος τότε συγγραφέας-μύθος θα σταματήσει να δημοσιεύει οτιδήποτε και θα κλειστεί στον εαυτό του έως τον θάνατό του (2010).
Ένα θεατρικό σκηνικό διαλόγων και κλειστών, περιορισμένων χώρων, μια ιστορία χωρίς ιστορία, χαρακτήρες σχεδόν εκνευριστικοί, μέχρις νευρώσεως αναλύσεις της κάθε σκέψης, του κάθε συναισθήματος, εγκεφαλικές προσεγγίσεις, φόβος τρέλας, θυμός, απόγνωση, μια καταπιεστική μαμά, μια αυτοκτονία και η αγωνιώδης αναζήτηση του πώς να ζήσει κανείς και πώς να πορευτεί χωρίς να χάσει ούτε το πρόσωπό του ούτε το πρόσωπο του πλησίον του.
Η Φράνι και ο Ζούι είναι τα στερνοπούλια της οικογένειας Γκλας – η σάγκα των οποίων διατρέχει όλη τη μετά τον «Φύλακα στη σίκαλη» εργογραφία του Σάλιντζερ. Παιδιά-θαύματα ωστόσο, όπως και τα άλλα τέσσερα αδέλφια τους, λόγω της νεότητας, του εύθραυστου ψυχισμού τους και του πένθους που στοιχειώνει τους Γκλας από την αυτοκτονία του πρωτότοκου γιου (του ποιητή-αγίου Σίμορ), η Φράνι και ο Ζούι είναι και τα πιο τραυματισμένα μέλη της πολύπαθης φαμίλιας. Φοιτήτρια η μεν, ανερχόμενος ηθοποιός ο δε.
Kαι οι δυο τους, σε αναζήτηση πνευματικής και ψυχικής καθαρότητας, περιπλανιούνται ανάμεσα στους ανθρώπους, αγγίζοντάς τους μα μένοντας οι ίδιοι πάντα ανυπόφορα μόνοι. Παρηγοριά τους η αγάπη που τους δένει και η σοφία που ενστάλαξε στη ζωή τους ο εκλιπών μεγάλος αδελφός τους.
[…] «Το μόνο που ξέρω είναι ότι έχω αρχίσει να τρελαίνομαι», είπε η Φράνι. «Έχω σιχαθεί όλο αυτό το εγώ, εγώ, εγώ. Και το δικό μου και όλων. Έχω σιχαθεί όλους αυτούς που θέλουν να πάνε μπροστά, να κάνουν κάτι αξιοπρόσεκτο και τα συναφή, να αποκτήσουν ενδιαφέρον. Είναι αποκρουστικό – πέρα για πέρα αποκρουστικό. Και δεν με νοιάζει τι λέει ο ένας κι ο άλλος».
Ο Λέιν ύψωσε τα φρύδια με το σχόλιό της και ανακάθισε για να δώσει έμφαση στα λόγια του. «Είσαι σίγουρη ότι δεν φοβάσαι απλώς τον ανταγωνισμό;» ρώτησε με επιμελώς σιγανή φωνή. «Δεν ξέρω και πολλά για το αντικείμενο, αλλά θα ‘βαζα στοίχημα ότι ένας καλός ψυχαναλυτής -μιλάμε για άνθρωπο ικανό- πιθανότατα θα ερμήνευε τη δήλωσή σου».
«Δεν φοβάμαι τον ανταγωνισμό. Ακριβώς το αντίθετο. Φοβάμαι ότι ανταγωνιστώ – αυτό είναι που με τρομάζει. Γι’ αυτό και παραιτήθηκα απ’ το θεατρικό. Το ότι εξαιτίας του φριχτού μου συμπεριφορικού αντανακλαστικού έχω μάθει να αποδέχομαι τις αξίες του καθενός και το ότι μ’ αρέσουν το χειροκρότημα και οι ζητωκραυγές του κόσμου δεν το καθιστά θεμιτό. Ντρέπομαι για όλα αυτά. Τα ‘χω σιχαθεί. Έχω σιχαθεί και τον εαυτό μου κι όλους αυτούς που θέλουν ν’ ακουστούν.» […]
Καθρέφτες των πιο μύχιων ψυχικών εσοχών του αναχωρητή συγγραφέα, οι πρωταγωνιστές των ανά χείρας ιστοριών κατόρθωσαν, με την πολυπλοκότητα αλλά και την απέραντη τρυφερότητά τους, να καθρεφτίσουν μιαν ολόκληρη γενιά, που αποζητούσε τη λύτρωση ακόμη και όταν κολυμπούσε στο τέλμα της πιο βαθιάς ματαίωσης.
Δύο παιδιά-θαύματα αναζητούν εναγωνίως μία θέση στον κόσμο… μια ανάγκη και μια τάση που αναφαίνεται και στις μέρες μας, και καθιστά την ανάγνωση του δίπτυχου αυτού αριστουργήματος ακόμη πιο ουσιαστική κι απολαυστική, ενώ σε αρκετά σημεία νομίζεις ότι ακόμα διαβάζεις τον «Φύλακα στη σίκαλη».
Το βιβλίο αποτυπώνει την ανυπέρβλητη δύναμη της νεότητας, υμνεί την αγνή, αντικομφορμιστική και ανυπότακτη ματιά των νέων ανθρώπων απέναντι στον γηραλέο και χαλασμένο κόσμο των μεγάλων… Ένα μικρό αριστούργημα. Τελικά ο Σάλιντζερ ακολουθεί και αυτός τη μοίρα των μεγάλων συγγραφέων, να αναγνωρίζεται το έργο τους μεταθανάτια… Φέτος κλείνουν 10 χρόνια από τον θάνατό του κι οι Εκδόσεις Πατάκη επανεκδίδουν το έργο του.