Δανεισμένος θα έλεγα ο τίτλος του βιβλίου του Κυριάκου Μαργαρίτη από τον Κύπριο χρονικογράφο των μεσαιωνικών χρόνων Λεόντιο Μαχαιρά, η λέξη Κρόνακα παραπέμπει στο εμβληματικό έργο του 15ου αιώνα “Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρος, η οποία λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν Χρονικόν”, επιχειρεί μια μυθιστορηματική ανασυγκρότηση του χρονικού ως τρόπου αφήγησης στον 21ο αιώνα.
“Όλες οι ιστορίες που αγάπησα ήταν ποτάμια, θα ήθελα, όμως, αυτήν που αποφάσισα να πω, να τη δείτε σαν θάλασσα: ποιος θα την εξαντλήσει; Οπωσδήποτε όχι εγώ. Tο έχω, όμως, καημό να τη φτάσω και να μπω στο ανεξάντλητο. Αναφέρομαι στο μυστήριο του λόγου και πάω να το τελέσω στην αυλή μιας παιδικής ηλικίας. Εκεί παρατάσσω τα κάστρα μου, με στάχτες του Άουσβιτς, άμωμα δάκρυα του Τορίνο, χώμα της πράσινης γραμμής, στίχους της Σιβηρίας, προσκυνήματα αθωνικά και κάτι περιπάτους στις στοές της Αθήνας. Αν δεν κάνω λάθος, ο αφρός θα λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν Χρονικό. Τα άλλα, πιθανώς η αιωνιότητα, ελπίζω να είναι ο βυθός μου”. Με μεθόδους αστυνομικής έρευνας, ο ήρωας-αφηγητής διασχίζει τις εποχές της ανθρώπινης περιπέτειας και συλλέγει στοιχεία από τους αρχαίους μύθους, την παιδική ηλικία, την παγκόσμια λογοτεχνία, την εισβολή του 1974, το Άουσβιτς και παντού αλλού, διεκδικώντας μιαν άλλη ανάγνωση της ιστορίας και μιαν οντολογική δικαίωση για τα τραγικά συμβάντα που την έχουν σφραγίσει.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
“Όταν είσαι Κύπριος, η ιστορία δεν είναι κάτι που συνέβη στα σχολικά βιβλία, αλλά αυτό με το οποίο μεγάλωσες, σε συνάξεις στις βεράντες και στις αυλές. Είναι αυτό που προσέλαβες ως την πιο οικεία και προσωπική σου μυθολογία. Στη δική μου περίπτωση, ο κατεξοχήν χώρος γι’ αυτό το φανέρωμα ήταν η αυλή της γιαγιάς Αναστασίας, εκεί όπου μαζευόμασταν, και εξακολουθούμε, τα καλοκαίρια, την ώρα του σούρουπου. Οι πλαστικές καρέκλες σχηματίζουν κύκλο, κάτω από την πέργκολα που μας προστατεύει από την υγρασία. Στην αυλή οι νυχτερίδες διαγράφουν καμπύλες στον αέρα. Ενίοτε ο χορός τους είναι τόσο τρελός, ώστε σε κάνουν να σκύβεις, βέβαιος ότι θα πέσουν επάνω σου, λες και δεν ξέρουν οι νυχτερίδες τον δρόμο τους. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον δεν χρειάζεται προσπάθεια για να αισθανθείς, έστω για λίγο, την αύρα του μυστηρίου που προικίζει τον κόσμο και τον συγκρατεί, με τρόπο χαοτικό, πάνω από την ευτέλεια του τυχαίου. Εκεί μεγαλώσαμε, ανάμεσα σε πολιτικές συζητήσεις, κουτσομπολιά και αφηγήσεις. […] Εκεί μάθαμε ν’ ακούμε, ή, πιο σωστά, ν’ αφουγκραζόμαστε, που σημαίνει να μαντεύουμε τ’ ανείπωτα και να συμπληρώνουμε τα κενά. Στην αυλή της γιαγιάς, μέσα σ’ αυτόν τον αχνό των αφηγήσεων, γεννήθηκε, ίσως, η πρώτη αγωνία για μια καταγραφή, που θα μας επέτρεπε να σώσουμε κάτι”.
Φτιάχνοντας τη βαλίτσα του για Κύπρο, μεταξύ υπολογιστή, μιας χαλασμένης βρύσης, ενός υδραυλικού, μιας Αίγλης που τον βομβαρδίζει με e-mail που αφορούν την κάθοδό του στην Κύπρο και ένα σωρό άλλες υποχρεώσεις, ο Κυριάκος Μαργαρίτης μιλά για το βιβλίο του:
Η Αίγλη Τούμπα μού ζητά ένα κείμενο για την Κρόνακα, την αποκαλεί “καινούριο βιβλίο”. Δεν έχει άδικο, μιας και εκδόθηκε προ εξαμήνου, άρχισα τις σημειώσεις το φθινόπωρο του 2013, το έγραψα Γενάρη του 2014. Όλα πρόσφατα.
Υπόσχομαι να προσπαθήσω, γυρνώ στο κομπιούτερ, μια πρόταση έχει μείνει στη μέση. Η Αίγλη με πέτυχε στα αφηγήματα μιας ιστορίας που ονομάζεται Λένγκω. Είναι ο έβδομος τόμος του εγχειρήματος που ξεκινά με την Κρόνακα, αλλά θα ήθελα να το σκέφτεστε εν συνόλω με το ίδιο όνομα: η Κρόνακα, ένα έργο τριάντα τόμων. Μετρώ πέντε χρόνια επί εφτά βιβλία, φτάνω στο άπειρο, άντε να εξηγείς. Να πεις, δηλαδή, για το 2003, όταν το έργο λεγόταν Τεφροδόχος, ή για το 2005, όταν έγινε Γενεαλογία της αμαρτίας. Να πεις για τα βιβλία που σημάδευαν στην Κρόνακα, αλλά ποτέ δεν εκδόθηκαν, ή για όσα εκδόθηκαν χωρίς να βρουν στόχο. Τι να πεις; Τα παρατάω, βγαίνω στον δρόμο, η Αθήνα θα μου μάθει τα βήματα. Ψάχνω ένα σχήμα να μην είναι βαρύγδουπο, μην με περάσετε για αλαζόνα. Να επικαλεστώ τον Παπαδιαμάντη, τα διηγήματα που διαβάζω ως ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες; Ή τον Μπαλζάκ, την Ανθρώπινη κωμωδία, που είναι ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες; Ή τον Πεντζίκη, τον Συναξαριστή, την αιωνιότητα σε συνέχειες;
Κι αν πω ότι η Κρόνακα, τουτέστιν Χρονικό, είναι ένα ημερολόγιο της μετά θάνατον ζωής στον Παράδεισο, ερωτικές επιστολές της Εδέμ; Μόνη μου έγνοια, να συνάξω όσα αγάπησα, να τα βάλω στο Δισκοπότηρο, να τα δώσω στο Φως. Αν κάθε τι δεν γίνει Τίμιο Δώρο, αν δεν αγιαστεί, τι να την κάνω τη ζωή στον Παράδεισο; Για να μην με πείτε τρελό, η πόλη με φέρνει στην Αμαλίας, στον Κήπο, στο Ζάππειο. Εκεί, σκέφτομαι δύο κέντρα αναψυχής, στον Μεσοπόλεμο, με ακροβάτες, χορευτές, μουζικάντηδες, κλόουν. Η εργασία μου βρίσκει το οικείο της σχήμα στο βαριετέ: θέατρο ποικιλιών, μιούζικ χολ, τσίρκο, θέατρο σκιών. Να η Κρόνακα.
Τα κέντρα που λέω ίσως τα ξέρετε. Το ένα λεγόταν Όαση. Το άλλο Αίγλη. Συνεχίζω τον περίπατο, φτάνω στους Στύλους του Δία, ίχνη Παπαδιαμάντη εκεί, κάποιος τον φωνάζει, αυτός απαντά: “Τρέχω να προλάβω τον Ήλιο!” Κι εγώ τι νομίζετε ότι κάνω; Την Αίγλη γυρεύω, ένα αστέρι, καντήλι, κερί, λίγο φως. Λίγο περισσότερο φως. Τώρα που το ξεκαθαρίσαμε, γράφω το κείμενο, ύστερα με πνίγει το δίκιο μου. Θέλω να πω, κυρία Τούμπα, αγαπητή μου Αίγλη, τι είναι αυτές οι ερωτήσεις; Φως φανάρι ό,τι γράφω για σένα, το κατάλαβα. Είναι ανάγκη να το μάθουν όλοι;
Κυριάκο Μαργαρίτη, μόλις μου έφτιαξες τη μέρα!
Κυριάκος Μαργαρίτης
Εκδόσεις Ίκαρος